- προσανοιμώξας
- προσανοιμώξᾱς , πρός , ἀνά-οἰμώσσωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)προσανοιμώξᾱς , πρόσ-ἀνοιμώζωwail aloudaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.